μαρτιάτικος

μαρτιάτικος
-η, -ο και μαρτιανός, -ή, -ό [Μάρτης]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μήνα Μάρτιο («μαρτιάτικη μέρα»)
2. το ουδ. ως ουσ. το μαρτιάτικο
βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Erigeron crispus, τού γένους Ηριγέρων, καθώς και τού φυτού Senecio vulgaris, τού γένους Σενέκιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαρτιάτικος — η, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Μάρτη: Μαρτιάτικα λουλούδια. 2. παροιμ., «μαρτιάτικο πουλί, αυγουστιάτικο αβγό», γι αυτούς που ενεργούν εμπρόθεσμα, που εκμεταλλεύονται σωστά το χρόνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλοκαιρία — και καλοκαιριά, η (AM καλοκαιρία Μ και καλοκαιριά) νεοελλ. 1. θερινή εποχή, θερινές ημέρες 2. παροιμ. «καλοκαιριά τής Παπαντής, μαρτιάτικος χειμώνας» ο καλός καιρός κατά τη ημέρα τής Υπαπαντής προοιωνίζεται βαρύ χειμώνα κατά τον Μάρτιο νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • σενέκιο — και σηνέκιο, το, Ν βοτ. μεγάλο κοσμοπολιτικό γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα τής τάξης αστερώδη και περιλαμβάνει 1.500 περίπου είδη με μεγάλη ποικιλομορφία, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν αυτοφυή 24 είδη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”