- μαρτιάτικος
- -η, -ο και μαρτιανός, -ή, -ό [Μάρτης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μήνα Μάρτιο («μαρτιάτικη μέρα»)2. το ουδ. ως ουσ. το μαρτιάτικοβοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Erigeron crispus, τού γένους Ηριγέρων, καθώς και τού φυτού Senecio vulgaris, τού γένους Σενέκιο.
Dictionary of Greek. 2013.